- ανθηρός
- -ή, -ό (AM ἀνθηρός, -ά, -όν) [άνθος](για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένοςνεοελλ.μτφ.1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα» — μεγάλη οικονομική ευχέρειααρχ.1. ανθισμένος, γεμάτος λουλούδια2. μτφ. δροσερός, ακμαίος, νέος3. μτφ. (για μουσική) νέος, σύγχρονος4. (για πρόσωπα) ευχάριστος5. (για χρώματα) ζωηρόχρωμος, λαμπερός, στιλπνός6. εξαίρετος, λαμπρός7. (για λογοτεχνικό ύφος ή μουσική) χαριτωμένος, κομψός, γλαφυρός, αρμονικός8. «τᾱς μανίας δεινὸν ἀνθηρόν τε μένος» (Σοφ.)το φοβερό το θρασομάνισμά του και τ' άγριο φούντωμα της λύσσας του (Γρυπάρης)9. επίρρ. ανθηρώςεπιφώνημα επιδοκιμασίας.
Dictionary of Greek. 2013.